Ο όρος νεο-γουέστερν μοιάζει φτιαγμένος για ταινίες σαν αυτή, ένα εκπληκτικό πάντρεμα του κλασικού αμερικανικού είδους με έντονες ματιές στο σήμερα και μοναδικές ερμηνείες από Τζεφ Μπρίτζες, Κρις Πάιν και Μπεν Φόστερ.
To “hell or high water” είναι ένας ιδιωματισμός που θα μπορούσε να έχει γεννηθεί μόνο στην Αμερική. Η φωτιά και πλημμύρα, δύο από τα βασικά εμπόδια για την κατάκτηση της γης και της οικονομικής ευμάρειας στη χώρα της ανεξάντλητης ευκαιρίας για εκατομμύρια μετανάστες και αποίκους, κατέληξαν μέσα στους αιώνες να σημάνουν αυτό που πρέπει να γίνει με κάθε τίμημα και τρόπο και η έκφραση βρήκε το δρόμο της μέχρι και στα νομικά έγγραφα και στους όρους αποπληρωμής των δανείων και των υποθηκών, υποδηλώνοντας τον τρόπο που οι οφειλέτες πρέπει να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους: πάση θυσία.
Στο «Hell or High Water» («Πάση Θυσία») του Ντέιβιντ Μακένζι ο τίτλος δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστός, αφού όλοι οι ήρωες πρέπει πάση θυσία να προχωρήσουν στο μονοπάτι που έχουν χαράξει ή έχει χαραχτεί γι’ αυτούς. Είτε είναι τα δύο αδέρφια που αποφασίζουν να ληστεύουν τοπικά υποκαταστήματα της Τράπεζας που έχει κάνει κατάσχεση στο οικογενειακό τους ράντσο με σκοπό να αποπληρώσουν το χρέος με τα κλεμμένα χρήματα λίγο πριν τον πλειστηριασμό. Είτε είναι ο παλαίμαχος, λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του, αστυνομικός, εκπρόσωπος και απομεινάρι μιας Αμερικής που χάνεται, ο οποίος αποφασίζει να τους συλλάβει. Είτε είναι η ίδια η Αμερική, που βλέπει τους μύθους πάνω στους οποίους βασίστηκε να αργοπεθαίνουν, αλλά εξακολουθεί να τους υπηρετεί, ακόμα κι αν αυτοί (και αυτή) είναι λαβωμένοι.
Γραμμένο από τον Τέιλορ Σέρινταν, ο οποίος είχε ήδη δώσει με το σενάριο του «Sicario» μια από τις πιο εφιαλτικές και δυστοπικές εκδοχές της σύγχρονης Αμερικής, και τοποθετημένο (πού αλλού;) στην πολιτεία του Τέξας, στο πιο συντηρητικό και μισαλλόδοξο κομμάτι της χώρας, και μάλιστα στην εποχή της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, το «Πάση Θυσία» είναι ένα νέο-γουέστερν, όπου όλα θυμίζουν τους παλιούς κώδικες του είδους, αλλά την ίδια στιγμή όλα έχουν αλλάξει. Εδώ δεν υπάρχουν ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο σωστό και το άδικο, και τα ηθικά όρια είναι θολά και δυσδιάκριτα, σε ένα αχανές τοπίο όπου ξεδιπλώνονται όλες οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του άκρατου ανταγωνισμού και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Εκεί που κάποτε οι Λευκοί αποδεκάτισαν τους Ινδιάνους και κατέκλεψαν τη γη τους για να τη χάσουν με τη σειρά τους από τις τράπεζες και τον εξοντωτικό δανεισμό και εκεί όπου όλοι οι κάτοικοι οπλοφορούν και είναι έτοιμοι να πάρουν το νόμο στα χέρια τους, η βία διαδέχεται το κατάμαυρο και κυνικό χιούμορ και η μελαγχολία του αχανούς τοπίου αποκαλύπτει πίσω από την κενόδοξη επίδειξη της ματσίλας τα θραύσματα μιας εύθραυστης αρρενωπότητας που λυγίζει κάτω από τις επιταγές της κυρίαρχης κουλτούρας και της ατέρμονης επιδίωξης του αμερικανικού ονείρου.
Ο Μακένζι και ο Σέρινταν αποφεύγουν τα εύκολα ηθοπλαστικά μηνύματα και τα μανιχαϊστικά συμπεράσματα περί δικαίωσης και τιμωρίας, θυμίζοντας το σινεμά των αδερφών Κοέν στο σαρδόνιο τρόπο με τον οποίο η κοινωνική κριτική και τα υπαρξιακά αδιέξοδα διαπλέκονται με τη γνήσια pulp απόλαυση. Κι αν σε όλα αυτά προστεθούν οι εξαιρετικές ερμηνείες ενός άψογα καλοκουρδισμένου καστ, η μουσική του Νικ Κέιβ και του Γουόρεν Έλις και η φωτογραφία του Τζάιλ Νάτγκενς, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η απάντηση αν πρέπει να δει κανείς το «Πάση Θυσία» δίνεται ήδη από τον τίτλο του.