Το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Πρόσφυγες του 1922: Η Ζωή Μετά» που παρουσιάζει ο Άρης Πορτοσάλτε περιλαμβάνεται στο μεγάλο επετειακό αφιέρωμα του ΣΚΑΪ για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το ντοκιμαντέρ δύο επεισοδίων θα μεταδοθεί Τετάρτη 14 και Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου στις 22.30, στον ΣΚΑΪ.
Στα δύο επεισόδια του ντοκιμαντέρ, 40 πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς από όλη την Ελλάδα ενώνουν τις μαρτυρίες τους με τους ιστορικούς και αφηγούνται μια συγκινητική ιστορία δύναμης και θάρρους, όπως τη βίωσαν ή την άκουσαν από τους προγόνους τους. Οι τηλεθεατές παρακολουθούν την προσπάθεια των ξεριζωμένων από Μικρά Ασία, Καππαδοκία και Πόντο να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους, φέρνοντας μαζί τους την άυλη πολιτιστική κληρονομιά τους. Επίσης, κατανοούν τη σημαντική συμβολή των ανθρώπων αυτών στην οικονομική ανάπτυξη και την πολιτιστική αναγέννηση της Ελλάδας.
Απόψε στις 22.30, στο πρώτο επεισόδιο, η αφήγηση ξεκινά τον Σεπτέμβρη του 1922, όταν αλλάζει οριστικά η φυσιογνωμία της χώρας. Πλοία γεμάτα πρόσφυγες καταφθάνουν συνεχώς από τα μικρασιατικά παράλια ενώ ατέλειωτα καραβάνια ανθρώπων από τον Πόντο πεζοπορούν προς τη θάλασσα. Εξιστορείται ο τρόπος με τον οποίο έφτασαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα ενώ στη συνέχεια, παρουσιάζεται η τιτάνια προσπάθεια του ελληνικού κράτους για την εγκατάσταση 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων στα εδάφη της, το ανθρωπιστικό δράμα στα λοιμοκαθαρτήρια αλλά και η άγνωστη ιστορία των αιχμαλώτων πολέμου.
Με το πέρασμα των χρόνων, το τραύμα μετατρέπεται σε θαύμα. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο των προσφύγων και η πολυμήχανη φύση τους συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα της Ελλάδας, στην αστικοποίηση της χώρας αλλά και στην εξέλιξη της βιομηχανίας. Θρακιώτες από την Ορεστιάδα, Καππαδόκες από τη Νέα Καρβάλη, Πόντιοι από την Καβάλα και τη Νάουσα αφηγούνται στην κάμερα την προσπάθεια των γονιών τους να μετατρέψουν την τραγωδία σε εποποιία. Στο Προκόπι, μαθαίνουμε την εντυπωσιακή ιστορία του λειψάνου του Αγίου Ιωάννη Ρώσου, που μεταφέρθηκε από τους πρόσφυγες ολόσωμο και άφθαρτο από την Καππαδοκία στο Προκόπι Ευβοίας. Στη Νέα Λάμψακο, οι κάτοικοι διηγούνται την προσπάθειά τους να χτίσουν την εκκλησία του χωριού και να στήσουν μια νέα ζωή από την αρχή.
Ο Γιώργος Νταλάρας, ο Ανδρέας Κατσιγιάννης και ο Παναγιώτης Κουνάδης αφηγούνται την ιστορία του ρεμπέτικου, που ξεπηδά από τις προσφυγικές συνοικίες και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής παράδοσης ως τις μέρες μας. Επίσης, μαθαίνουμε την ιστορία του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα, που αποτέλεσε ένα πρότυπο βιομηχανικό κέντρο της εποχής του Μεσοπολέμου.
Στο δεύτερο επεισόδιο, την Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου, αναδεικνύονται τα στοιχεία που αποτελούσαν πηγή δύναμης για τους πρόσφυγες: η θρησκεία, τα γράμματα, οι τέχνες και ο αθλητισμός. Ενδεικτική της σπουδαιότητας που είχαν οι τέχνες και τα γράμματα στη ζωή των προσφύγων, είναι η ιστορία που αφηγούνται στη Νάουσα, οι πρόσφυγες από το χωριό Αργυρούπολη Πόντου, οι οποίοι άφησαν πίσω τα ρούχα τους και κουβάλησαν μαζί τους χιλιάδες βιβλία αλλά και βυζαντινές περγαμηνές. Στη Βέροια, η κάμερα καταγράφει τα σημαντικά κειμήλια από την Παναγία Σουμελά, που αποτελεί σημείο συνάντησης για τους πρόσφυγες της Βορείου Ελλάδος.
Στο επεισόδιο, γίνεται επίσης αφιέρωμα στη γαστρονομία και τη μουσική που είναι σημαντικές εκφάνσεις του μικρασιατικού πολιτισμού αλλά και φορείς της σταδιακής ενσωμάτωσης. Ακούμε κάθε μουσική ντοπιολαλιά ξεχωριστά, με φόντο τα χωριά του Έβρου και τα ποντιακά χωριά της Μακεδονίας. Όσον αφορά στη γαστρονομία, μπαίνουμε στις κουζίνες προσφύγων δεύτερης και τρίτης γενιάς από Πόντο, Θράκη, Καππαδοκία και Σμύρνη και καταγράφουμε τις γεύσεις και τις ιστορίες που τις συνοδεύουν. Στον επίλογο του ντοκιμαντέρ, θίγονται τα ζητήματα της διαχείρισης συλλογικής μνήμης, της ενσωμάτωσης των προσφυγικών πληθυσμών και, εντέλει, της διαμόρφωσης της νέας ενιαίας ελληνικής ταυτότητας.